ανεπίτευκτος

ανεπίτευκτος
-η, -ο (AM ἀνεπίτευκτος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί, αδύνατος, ακατόρθωτος
αρχ.-μσν.
ο ανεπιτυχής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανεπίτευκτος — η, ο ακατόρθωτος, άφθαστος: Ο σκοπός μου εκείνος μένει ακόμη ανεπίτευκτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανέφικτος — η, ο (AM ἀνέφικτος, ον) 1. ακατόρθωτος, ανεπίτευκτος, απραγματοποίητος αρχ. απλησίαστος με τη σκέψη, ακατανόητος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”